- καταριθμεῖται
- καταριθμέωcountpres ind mp 3rd sg (attic epic)καταριθμέωcountpres ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευκαταρίθμητος — εὐκαταρίθμητος, ον (Α) αυτός που καταριθμείται, που μετριέται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ αριθμώ] … Dictionary of Greek
καταριθμώ — (AM καταριθμῶ, έω) αριθμώ με ακρίβεια, μετρώ ένα προς ένα, απαριθμώ νεοελλ. καταγράφω σε κατάλογο|| αρχ. 1. κατατάσσω με άλλους, συγκαταλέγω «καταρίθμηται Τρῳάδων ἄλλων μέτα», Ευρ.) 2. διηγούμαι λεπτομερώς 3. κάνω λογαριασμό 4. μέσ. καταριθμοῡμαι … Dictionary of Greek